Μια εξαιρετική ιστορία βρήκε σε εφημερίδα του Ξηροκαμπίου Λακωνίας ο καλός πατριώτης μας Ηλίας Σάββα Κουρουνιώτης και μας την έστειλε . Είναι μια ιστορία παλιά, την εποχή της Τουρκοκρατίας. Την ιστορία την έγραψε η κυρία Μαρία Γ. Δούσμανη, τρισεγγονή του κεντρικού προσώπου της ιστορίας, του συμπατριώτη μας Ιωάννη Πτωχού. Ιστορία γραμμένη με αίμα…
Προφανώς ο Ιωάννης Πτωχός (Περεντέσης) προέρχεται από το Γενεαλογικό δένδρο Πτωχού, βλ. δένδρο…, αλλά όπως μαρτυρά το παρακάτω κείμενο δεν διαθέτουμε ακριβή στοιχεία για να τον εντάξουμε σε κάποιον κλάδο του. Αν κάποιος ή κάποια έχει στοιχεία ή πληροφορίες περί αυτού, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας με μήνυμά σας…
Την ιστορία του προ-προ-παππού μας, Ιωάννη Περεντέση, την έχει γράψει ο γόνος του και παππούς μας (αδελφός της γιαγιάς μας Αικατερίνης) Σταύρος Περεντέσης. Και την έχει γράψει με κόκκινο μελάνι γιατί, όπως λέει χαρακτηριστικά, είναι «ιστορία αίματος». Ο Ιωάννης Περεντέσης γεννήθηκε το 1775 στο χωριό Μολάτσι (Ελληνικό) της Γορτυνίας. Το όνομά του ήταν Ιωάννης Πτωχός. Όταν ήταν μωρό τεσσάρων ετών, τον πήραν οι Τούρκοι από την αγκαλιά της μάνας του με το παιδομάζωμα της περιοχής και τον πήγαν στη Λάρισα. Εκεί τον μεγάλωσαν και τον εκπαίδευσαν γενίτσαρο μαζί με όλα τα άλλα παιδιά που είχαν πάρει. Επειδή ήταν πιο ευφυής, του είχαν δώσει και αξίωμα. ήταν αρχηγός της ομάδας. Σε ηλικία δεκαεννιά χρονών ήταν με όλη την πανοπλία του επικεφαλής στο έφιππο καταδιωκτικό.
Αν και ήταν μικρός, όταν τον πήραν, ποτέ δεν ξέχασε την καταγωγή του. Στη μνήμη του είχαν χαραχτεί το όνομά του και το χωριό του, που τα φύλαγε μες στην ψυχή του σαν την καλύτερη προσευχή μαζί με το μίσος της εκδίκησης. Κατόρθωσε και έπεισε άλλον έναν, ο οποίος θυμόταν ότι ήταν ελληνόπουλο και αποφάσισαν να δραπετεύσουν από τους Τούρκους και να φύγουν μακριά. Την τελευταία στιγμή όμως ο άλλος δείλιασε. «Πού θα πάμε; Όπου και να πάμε θα μας πιάσουν και θα μας κρεμάσουν παραδειγματικά. Εδώ είμαστε αρχηγοί, περνάμε πλούσια. Εγώ δεν φεύγω», του είπε.
Τότε μια καλοκαιρινή μέρα, τη «σημαντικότερη μέρα της ζωής του», όπως γράφει ο παππούς ο Σταύρος, πήρε τη μεγάλη απόφαση και όλο του το θάρρος και, όταν νύχτωσε, αφού όρκισε το φίλο του ό, τι και να γίνει να μη μιλήσει πριν περάσουν σαρανταοκτώ ώρες, τον αποχαιρέτησε, παίρνοντας μαζί του το καλύτερο άλογο, την πανοπλία του και όσα τρόφιμα μπορούσε να μαζέψει και έφυγε. Αλλά όχι με σκοπό να πάει σπίτι του γιατί αυτό θα ήταν καταστροφή για την οικογένειά του και ολόκληρο το χωριό, αφού παντού υπήρχαν καταδότες.
Φεύγοντας πήρε κατεύθυνση προς τα νότια. Προχωρούσε μόνο τη νύχτα, ενώ την ημέρα κρυβόταν σε διάφορα μέρη που δεν ήταν εύκολο να τον δουν γιατί ο τόπος ήταν γεμάτος από Τούρκους και καταδότες. «Γι’ αυτό και ο Κολοκοτρώνης έλεγε», γράφει ο παππούς Σταύρος, «φωτιά και τσεκούρι στους καταδότες». Ταλαιπωρήθηκε πολύ καιρό προχωρώντας με προφύλαξη αλλά στο μεταξύ τα τρόφιμα που είχε μαζί του τελείωσαν και η πείνα τον μάστιζε μέχρι πού ήρθε σε απόγνωση. Μην έχοντας άλλη επιλογή, αφού φίλησε το άλογό του, ψύχραιμος, τράβηξε το γιαταγάνι του και, αφού το σκότωσε, έκοψε τα πίσω μπούτια του αλόγου, τα πήρε και συνέχισε το δρόμο του. Από αυτά έκοβε λεπτές φετούλες και τις έψηνε πάνω στις καυτές πέτρες κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο.
Προχωρούσε με την ελπίδα να συναντήσει κάποιο μπουλούκι κλεφτών και να μείνει μαζί τους. Μια νύχτα είδε σε μια βουνοκορφή μία φωτιά και κατάλαβε πως είναι κλέφτες. Προχώρησε λοιπόν προς τα εκεί αλλά το «καραούλι» που φύλαγε χαμηλά τον σταμάτησε και τον ρώτησε τι θέλει. Όταν του εξήγησε ότι ψάχνει ένα μπουλούκι να μείνει, τότε αυτός ειδοποίησε τον αρχηγό, ο οποίος διέταξε να τον πάνε πάνω στην κορυφή. Ο αρχηγός, όταν έμαθε την ιστορία του Ιωάννη, για τη ζωή του και τη δραπέτευσή του, τον συγχάρηκε και αυτός και τα παλικάρια του. Έμεινε λοιπόν μαζί τους αρκετό καιρό αλλά, όταν διαπίστωσε ότι αυτοί ήταν «κλεφτοκατσικάδες» και όχι πραγματικοί κλέφτες για εθνικούς σκοπούς, αυτό δεν του άρεσε και αποφάσισε να φύγει. Το είπε λοιπόν στον «καπετάνιο», ο οποίος σεβάστηκε την επιθυμία του, και, αφού του υπέδειξε που μπορεί να βρει πραγματικούς κλέφτες για να πολεμήσει, του έδωσε και έναν από το μπουλούκι για να του δείξει το δρόμο. Αλλά, όταν απομακρύνθηκαν, αυτός θέλησε να του πάρει τα άρματά του και να του δώσει τα δικά του.
Τότε έγινε μια φιλονικία μεταξύ τους και, για να μην σκοτωθούν, αναγκάστηκε και γύρισε πίσω και, πηγαίνοντας στον «καπετάνιο», του εξήγησε τι έγινε. Τότε εκείνος σεβόμενος τη θυσία και τον πατριωτισμό του, επέπληξε το παλικάρι του και του είπε πως έπρεπε να ντρέπεται για τη στάση του και να φέρει σεβασμό σε αυτόν τον άνθρωπο, που οι Τούρκοι τον είχαν έμπιστο Γενίτσαρο, και αυτός περιφρόνησε όλα αυτά και αποφάσισε να φύγει με κίνδυνο της ζωής του και να έρθει εδώ στους πατριώτες του. Τότε έστειλε το πρωτοπαλίκαρό του να του δείξει το δρόμο. Έτσι λοιπόν ο Ιωάννης Πτωχός συνάντησε πραγματικούς κλέφτες, όπου εκεί αρχηγός ήταν ο Κολοκοτρώνης. Εκεί έμεινε αρκετά χρόνια πολεμώντας τους Τούρκους σαν λιοντάρι.
Ο Κολοκοτρώνης, για να τον τιμήσει για την ανδρεία του, τον όρισε «καπετάνιο» σε ένα μικρό μπουλούκι και τον έστειλε στη Λακωνία να βοηθήσει τον Μαυρομιχάλη. Ήρθε λοιπόν εδώ και μαζί με τον Μαυρομιχάλη έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων. Τα χρόνια περνούσαν και άρχισε να κινείται η Φιλική Εταιρεία. Τότε είχε συμμετάσχει στις συνεννοήσεις με το ψευδώνυμο καπετάν-Μπερμπέσης και, όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση το 1821, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες της Πελοποννήσου. Είχε τραυματιστεί πολλές φορές σε πολλά μέρη του σώματός του αλλά πάντα ήρωας και με τον όρκο της εκδίκησης σαν λέων και, γυμνασμένος καθώς ήταν, ήταν αδάμαστος.
Όμως τα χρόνια περνούσαν και ο ήρωας αυτός μετά από τόσες ταλαιπωρίες, είχε πια αρχίσει να κουράζεται. Άρχισε να σκέφτεται ότι το μόνο καταφύγιο για τα γεράματά του ήταν να πάει σε κάποιο μοναστήρι. Τότε βρέθηκε στην περιφέρειά μας. Εκείνη την εποχή το μοναστήρι του Κούμπαρη ήταν σε μεγάλη άνθηση. Πήγε λοιπόν εκεί και έμεινε γιατί ήταν και τραυματίας τότε. Ήταν το 1830, σε ηλικία πενήντα πέντε ετών. Εκεί πήρε το όνομα Περεντέσης (για αυτό και δεν υπάρχει καμία συνωνυμία πουθενά, εκτός από τους απογόνους του). Αφού έγινε καλά, σκέφτηκε ότι αυτός δεν ήταν για καλόγερος· για αυτό αποφάσισε να παντρευτεί. Πήρε μια γυναίκα από την Παλαιοπαναγιά (περισσότερα στοιχεία για το όνομά της δεν μας δίνει ο παππούς Σταύρος). Πήγε σώγαμπρος και έκανε έξι παιδιά. Πέντε αγόρια και ένα κορίτσι. Πρώτο παιδί ήταν ο Γιάννος που γεννήθηκε το 1831. Δεύτερο ήταν ο Γεώργιος το 1833. Τρίτο ήταν το κορίτσι το 1835.
Τέταρτο παιδί ήταν ο Δημήτριος «Κοκκινογούλης» {παρατσούκλι) το 1838. Πέμπτο παιδί ήταν ο Παναγιώτης «Μαλλιαρώνης» (παρατσούκλι, φωτογραφία) το 1850. Έκτος ήταν ο Αθανάσιος το 1851. Ο Ιωάννης Πτωχός ή Περεντέσης πέθανε το 1853 σε ηλικία εβδομήντα οκτώ χρονών από καρδιά. Η μόνη περιουσία που άφησε ήταν μια «χαμώγειος κατοικία» και η πανοπλία του, που αποτελείτο από το καριοφίλλι του, δύο μουμπούρες, ένα γιαταγάνι και τις μπαλάσκες του. Αυτά τα τιμημένα άρματα η οικογένειά του τα φύλαγε σαν πολύτιμο θησαυρό. Τα παιδιά του, εργαζόμενα όλα μαζί, έκαναν αρκετή περιουσία. Όταν θέλησαν να μοιράσουν την περιουσία τους, ο πέμπτος γιός ο Παναγιώτης, ζήτησε αντί για κτήμα να πάρει τα άρματα του πατέρα του.
Έκτοτε άφησε εντολή στους απογόνους του να περιέρχονται σε αυτούς διαδοχικά προς ανάμνηση και τιμή στον ήρωα πατέρα του. Ο Παναγιώτης απέκτησε έξι παιδιά. Τον Δημήτριο, τον Γεώργιο, τον Κωνσταντίνο, το Νικόλαο, την Αικατερίνη και τον Σταύρο. Όταν γέρασε ο Παναγιώτης, ο μικρότερος γιός του ο Σταύρος, (που έγραψε αυτή την ιστορία) σε ηλικία οκτώ-εννέα χρονών, μην γνωρίζοντας την αξία αυτών των όπλων, θεωρώντας τα παιχνίδια, τα κατέστρεψε. Έμεινε μόνο ένα μέρος από την κουμπούρα και το γιαταγάνι· όταν μεγάλωσε ο Σταύρος, μαθαίνοντας την ιστορία του παππού του και την αξία των όπλων αυτών που χάλασε, μετάνιωσε πικρά. Από τότε τα εκτιμούσε και τα πρόσεχε σαν τον πατέρα του που υπεραγαπούσε. Για αυτό και έγραψε ο ίδιος ο Σταύρος την ιστορία, όπως του την είχε διηγηθεί ο πατέρας του, για να μαθαίνουν οι απόγονοι Περεντέση την ιστορία της οικογένειάς τους.
Και ήρθε ο πόλεμος του 1940-1941. Όταν πήγαν οι Γερμανοί στο σπίτι του παππού μας του Σταύρου και έκαναν έρευνα, βρήκαν το πολύτιμο κειμήλιο, το γιαταγάνι, το πήραν, έκαναν μερικές κινήσεις γυρίζοντάς το στον αέρα και κατόπιν, όταν ήθελαν να φύγουν από το σπίτι, (αφού τελείωσαν την έρευνα) το έβαλαν πάλι στη θέση του λέγοντας: « Πάππου-πάππου»! Το σεβάστηκαν! Όμως μετά από δύο χρόνια που ήρθαν Ταγματασφαλίτες, πήγαν και αυτοί για έρευνα στο σπίτι του. Και αφού πήραν ό, τι καλό βρήκαν, πήραν και το γιαταγάνι. Εκείνη την ώρα δεν ήταν εκεί ο παππούς ο Σταύρος, (ευτυχώς) γιατί όπως γράφει ο ίδιος: «Εάν ήμουν εκεί, θα με σκότωναν». Αλλά, όταν γύρισε στο σπίτι και έμαθε τα γεγονότα, κατάλαβε τι πρόκειται να το κάνουν και έτρεξε σε έναν τεχνίτη της περιοχής μήπως το έδωσαν για τους φτιάξει μαχαίρια. Ευτυχώς ήταν τυχερός.
Πράγματι, ο τεχνίτης το είχε το γιαταγάνι. Αφού του διηγήθηκε την ιστορία του όπλου αυτού, τον παρακάλεσε να μην το χαλάσει. Ο τεχνίτης, πατριώτης και με φιλότιμο, σεβόμενος τα κειμήλια των προγόνων μας που πολέμησαν για την απελευθέρωσή μας από τον τούρκικο ζυγό, του υποσχέθηκε ότι δεν θα το χαλάσει και θα του το δώσει. Όταν οι Γερμανοί έφυγαν και ταχτοποιήθηκαν τα πράγματα στην Ελλάδα, την ημέρα του Αγίου-Γεωργίου το πήρε και πήγε στην Τόριζα στον Άγιο-Γεώργιο και, μόλις τελείωσε η λειτουργία, πριν πάρουν αντίδωρο, έβγαλε έναν υπέροχο λόγο για τα κειμήλια και κάλεσε τον Σταύρο Περεντέση και του το παρέδωσε. Από τότε βρίσκεται στα χέρια των απογόνων του, που το τιμούν και το φυλάνε σαν πολύτιμο θησαυρό.
Προφανώς ο Ιωάννης Πτωχός (Περεντέσης) προέρχεται από το Γενεαλογικό δένδρο Πτωχού, βλ. δένδρο…, αλλά όπως μαρτυρά το παραπάτω κείμενο δεν διαθέτουμε ακριβή στοιχεία για να τον εντάξουμε σε κάποιον κλάδο του. Αν κάποιος ή κάποια έχει στοιχεία ή πληροφορίες περί αυτού, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας με μήνυμά σας…